-
1 ἧμαι
ἧμαι,Aἧσαι, ἧσται E.Alc.
(v. infr.) (but κάθ-ηται, v. κάθημαι), ἧσθον h.Ap. 456
,ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Call.Fr. 122
, [dialect] Ep.εἵᾰται Il.10.100
,ἕᾰται 3.134
(κατέαται Hdt.1.199
); imper.ἧσο Hom.
, ἥσθω ([etym.] καθ-) A.Pr. 916; subj. and opt. only in compd. καθ-; inf. ἧσθαι; part. ἥμενος: [tense] impf. ἥμην, ἧσο, ἧστο (but ἐκάθητο, καθ-ῆτο, v. κάθημαι), dual ἥσθην (), pl. ἥμεθα (ἥμεσθα E.IA88
),ἧσθε Cratin.142
, ἧντο, [dialect] Ep.εἵᾰτο Il.7.61
, ἕᾰτο ib. 414,ἐκατέατο Hdt.8.73
(v.l. ἐκαθ-): (I.-E. ēs-, cf. Skt. āste (= ἧσται) 'sits'; aspirate borrowed from ἵζω, ἕζομαι; [dialect] Ep. εἵαται εἵατο fr. ἥαται ἥατο (which shd. perh. be restored) through ἕαται ἕατο):—to be seated, sit, Il.1.498, etc.: freq. with collat. sense, sit still, sit idle, 2.255, 18.104, etc.;ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Callin.1.4
;κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων E.Fr.10
; of an army, encamp, Il.15.740, 24.542;πόλιν ἀμφί 18.509
;πρόσθε τειχέων E.Supp. 664
; of a spy, lurk, Il.18.523: metaph., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται c. acc. et inf., E.Alc. 604 (lyr.); lie hid, ἥατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, i.e. in the wooden horse, Od.8.503, cf. 512; of magistrates,ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι E. Andr. 699
; (lyr.); later, of things, lie,ἱρὸν ἧσται Hdt.9.57
;ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Call. Fr. 122
, cf. Luc.Syr.D.31; ἡμένῳ ἐν χώρῳ (or χόρτῳ ) in a low place, Theoc.13.40:—Constr.: mostly with Preps.,ἐνὶ δίφρῳ Il.16.403
, cf. A.Pr. 368, etc.;ἐπὶ κορυφῆς Il.14.158
;ἐπ' ἐσχάραις A.Eu. 806
;παρὰ κλισίῃ Il.1.330
, etc.;ἀνὰ Γαργάρῳ 15.153
: c. dat.,Ὀλύμπῳ 13.524
, cf. 21.389, etc.; ἐρετμοῖς at the oar, E.Cyc.16;ἀνορόφοις πέτραις Id.Ba. 38
: rarely c. acc., A.Ag. 183 (v. supr.);Σιμόεντος κοίτας E.Rh. 547
: c. part.. τίη.. ἧσ' ὀλιγηπελέων; Il.15.245; ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων, Od.14.41, 10.374; πεφυλαγμένος ἧσο Orac. ap. Hdt.7.148;ἐκπεπληγμένη S.Tr.24
.
См. также в других словарях:
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek